σκύταλος

σκύταλος
ο, ΝΜ
νεοελλ.
(νομ.) παρωχημένο αυτοσχέδιο λαϊκό όργανο πιστοχρεώσεων, που ήταν επίμηκες ξύλινο στέλεχος, στο οποίο οι συναλλασσόμενοι χάραζαν με αιχμηρό όργανο έτσι ώστε κάθε χαρακιά να αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη δοσοληψία προκαθορισμένης ποσότητας μεταβιβαζόμενου αγαθού, λ.χ. γάλακτος, ψωμιού κ.ά., κν. τσέτουλα
μσν.
το σκύταλον*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σκυτάλη, κατά τα αρσ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκυτάλους — σκύταλος cudgel masc acc pl σκυταλόω cudgel imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύταλοι — σκύταλος cudgel masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρισκύταλος — ον, Α (για τα δάχτυλα τού χεριού) αυτός που έχει τρία επιμήκη οστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σκύταλος (< σκυτάλη)] …   Dictionary of Greek

  • σκυτάλοις — σκύταλον cudgel neut dat pl σκύταλος cudgel masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτάλοισι — σκύταλον cudgel neut dat pl (epic ionic aeolic) σκύταλος cudgel masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτάλοισιν — σκύταλον cudgel neut dat pl (epic ionic aeolic) σκύταλος cudgel masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτάλων — σκύταλον cudgel neut gen pl σκύταλος cudgel masc gen pl σκυταλόω cudgel imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) σκυταλόω cudgel imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτάλῳ — σκύταλον cudgel neut dat sg σκύταλος cudgel masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύταλον — cudgel neut nom/voc/acc sg σκύταλος cudgel masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”