- σκύταλος
- ο, ΝΜνεοελλ.(νομ.) παρωχημένο αυτοσχέδιο λαϊκό όργανο πιστοχρεώσεων, που ήταν επίμηκες ξύλινο στέλεχος, στο οποίο οι συναλλασσόμενοι χάραζαν με αιχμηρό όργανο έτσι ώστε κάθε χαρακιά να αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη δοσοληψία προκαθορισμένης ποσότητας μεταβιβαζόμενου αγαθού, λ.χ. γάλακτος, ψωμιού κ.ά., κν. τσέτουλαμσν.το σκύταλον*.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σκυτάλη, κατά τα αρσ.].
Dictionary of Greek. 2013.